- χαράδρειον
- χᾰράδρ-ειον, τό, poet. for χαράδρα, Nic.Th.389.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαράδρειον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαράδριον … Dictionary of Greek
χαράδρεια — χαράδρειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδριον — (I) και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α [χαράδρα] υποκορ. τού χαράδρα. (II) τὸ, Μ βλ. χαλάδριον … Dictionary of Greek